ὑπεργεμίζω

ὑπεργεμίζω
ὑπεργεμ-ίζω,
A overfill, overload, X.Vect.4.39 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεργεμίζω — ὑπεργεμίζω ΝΜΑ γεμίζω κάτι περισσότερο από όσο επιτρέπει κανονικά η χωρητικότητά του …   Dictionary of Greek

  • ὑπεργεμισθείη — ὑπεργεμίζω overfill aor opt pass 3rd sg ὑπεργεμίζω overfill aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”